πιότερος

πιότερος
-η, -ο
περισσότερος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πιότερος — και πλιότερος, η, ο, Ν περισσότερος. επίρρ... πιότερο Ν (συγκριτ. βαθμός τού πιo) περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλειότερος, συγκρ. τού πλείων (βλ. και λ. πιο)] …   Dictionary of Greek

  • πιότερος — πῑότερος , πῖος masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλιότερος — η, ο, Ν βλ. πιότερος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”